τετρασύλλαβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τετρασύλλαβος | η | τετρασύλλαβη | το | τετρασύλλαβο |
| γενική | του | τετρασύλλαβου | της | τετρασύλλαβης | του | τετρασύλλαβου |
| αιτιατική | τον | τετρασύλλαβο | την | τετρασύλλαβη | το | τετρασύλλαβο |
| κλητική | τετρασύλλαβε | τετρασύλλαβη | τετρασύλλαβο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τετρασύλλαβοι | οι | τετρασύλλαβες | τα | τετρασύλλαβα |
| γενική | των | τετρασύλλαβων | των | τετρασύλλαβων | των | τετρασύλλαβων |
| αιτιατική | τους | τετρασύλλαβους | τις | τετρασύλλαβες | τα | τετρασύλλαβα |
| κλητική | τετρασύλλαβοι | τετρασύλλαβες | τετρασύλλαβα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
τετρασύλλαβος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.