τεσσαρακονταετηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τεσσαρακονταετηρίς | αἱ | τεσσαρακονταετηρίδες | ||||
| γενική | τῆς | τεσσαρακονταετηρίδος | τῶν | τεσσαρακονταετηρίδων | ||||
| δοτική | τῇ | τεσσαρακονταετηρίδῐ | ταῖς | τεσσαρακονταετηρίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | τεσσαρακονταετηρίδᾰ | τὰς | τεσσαρακονταετηρίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | τεσσαρακονταετηρίς* | τεσσαρακονταετηρίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεσσαρακονταετηρίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | τεσσαρακονταετηρίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- τεσσαρακονταετηρίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τεσσαρακοντα- + -ετηρίς
Ουσιαστικό
τεσσαρακονταετηρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- τεσσαρακονταετηρίδα (εννοείται περίοδος ή ἑορτή που γίνεται κάθε σαράντα έτη)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τεσσαρακονταετής, τεσσαράκοντα και ἔτος
Πηγές
- τεσσαρακονταετηρίς σελ.7162 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.