τελωνοσταθμάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τελωνοσταθμάρχης οι τελωνοσταθμάρχες
      γενική του τελωνοσταθμάρχη των τελωνοσταθμαρχών
    αιτιατική τον τελωνοσταθμάρχη τους τελωνοσταθμάρχες
     κλητική τελωνοσταθμάρχη τελωνοσταθμάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελωνοσταθμάρχης < τελων(είο) + -ο- + σταθμάρχης

Προφορά

ΔΦΑ : /te.lo.no.staθˈmaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τελωνοσταθμάρχης

Ουσιαστικό

τελωνοσταθμάρχης αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.