τελλούριο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Te
  • Ατομικός αριθμός : 52
  • Προηγούμενο = Sb
  • Επόμενο = I

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

τελλούριο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική tellurium < λατινική Tellus (Γη)

Ουσιαστικό

τελλούριο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τελλούριο τα τελλούρια
      γενική του τελλούριου των τελλούριων
    αιτιατική το τελλούριο τα τελλούρια
     κλητική τελλούριο τελλούρια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά

  • τελλουρικός
  • τελλουριούχος
  • τελλουριώδης

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.