τελειοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

τελειοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τελειοποιώ
  2. θα τελειοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τελειοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τελειοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τελειοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.