τελειοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
τελειοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τελειοποιώ
- θα τελειοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τελειοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τελειοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τελειοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.