ταχυδιανομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχυδιανομή οι ταχυδιανομές
      γενική της ταχυδιανομής των ταχυδιανομών
    αιτιατική την ταχυδιανομή τις ταχυδιανομές
     κλητική ταχυδιανομή ταχυδιανομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταχυδιανομή < ταχυ- + μεταφορά ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική courier)

Ουσιαστικό

ταχυδιανομή θηλυκό

  • (νεολογισμός) η γρήγορη μεταφορά και διανομή δεμάτων, γραμμάτων και άλλων αντικειμένων

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.