ταχεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταχεία | οι | ταχείες |
| γενική | της | ταχείας | των | ταχειών |
| αιτιατική | την | ταχεία | τις | ταχείες |
| κλητική | ταχεία | ταχείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /taˈçi.a/
Ετυμολογία
- ταχεία < ουσιαστικοποίηση και απλοποίηση του όρου ταχεία αμαξοστοιχία < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική train rapide ή την γερμανική Schnellzug
Ουσιαστικό
ταχεία θηλυκό
- το δρομολόγιο και το τρένο κατά τη διαδρομή του οποίου δεν γίνεται στάση σε όλους τους σταθμούς με αποτέλεσμα να φτάνει γρηγορότερα στους επιμέρους προορισμούς του
Πολυλεκτικοί όροι
- ταχεία προτεραιότητας
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ταχεία θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
τᾰχείᾱ θηλυκό
- τᾰχεῖᾰ (θηλυκό με βραχεία κατάληξη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.