ταραμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταραμάς | οι | ταραμάδες |
| γενική | του | ταραμά | των | ταραμάδων |
| αιτιατική | τον | ταραμά | τους | ταραμάδες |
| κλητική | ταραμά | ταραμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταραμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική tarama + -ς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.ɾaˈmas/
Συγγενικά
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.