ταραμάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταραμάς οι ταραμάδες
      γενική του ταραμά των ταραμάδων
    αιτιατική τον ταραμά τους ταραμάδες
     κλητική ταραμά ταραμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταραμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική tarama +

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.ɾaˈmas/

Ουσιαστικό

ταραμάς αρσενικό

  1. (γαστρονομία) αβγά ψαριού συνήθως κυπρίνου
  2. (συνεκδοχικά) ταραμοσαλάτα

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.