ταρίφα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταρίφα | οι | ταρίφες |
| γενική | της | ταρίφας | των | ταριφών |
| αιτιατική | την | ταρίφα | τις | ταρίφες |
| κλητική | ταρίφα | ταρίφες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.