ταρίφα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταρίφα οι ταρίφες
      γενική της ταρίφας των ταριφών
    αιτιατική την ταρίφα τις ταρίφες
     κλητική ταρίφα ταρίφες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταρίφα < ιταλικά tariffa αραβικά tar’af = δημοσίευση

Ουσιαστικό

ταρίφα θηλυκό

  1. χρονοχρέωση
    • τιμολόγιο, διατίμηση

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.