ταρίφας
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ταρίφας
<
ταρίφα
Ουσιαστικό
ταρίφας
αρσενικό
(
επάγγελμα
,
αργκό
,
ειρωνικό
)
ο
ταξιτζής
Μεταφράσεις
ταρίφας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.