ταξικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταξικός | η | ταξική | το | ταξικό |
| γενική | του | ταξικού | της | ταξικής | του | ταξικού |
| αιτιατική | τον | ταξικό | την | ταξική | το | ταξικό |
| κλητική | ταξικέ | ταξική | ταξικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταξικοί | οι | ταξικές | τα | ταξικά |
| γενική | των | ταξικών | των | ταξικών | των | ταξικών |
| αιτιατική | τους | ταξικούς | τις | ταξικές | τα | ταξικά |
| κλητική | ταξικοί | ταξικές | ταξικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταξικός < τάξη
Επίθετο
ταξικός -ή -ό
- ο σχετικός με τις κοινωνικές τάξεις
- που χωρίζεται σε τάξεις και διακρίνεται από την ανισότητα μεταξύ τους
- μια κοινωνία βαθύτατα ταξική
- που στηρίζει το συμφέρον της ισχυρότερης κοινωνικής τάξης
- τα συνδικάτα καταγγέλλουν τον νέο νόμο ως ταξικό
- που στηρίζει το συμφέρον της δικής του κοινωνικής τάξης
- θέλουμε συνδικάτα ταξικά και όχι εργοδοτικά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.