ταξικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ταξικά < ταξικός
Επίρρημα
ταξικά
- όσον αφορά στις κοινωνικές τάξεις
- ταξικά άνισος γάμος
- σε κοινωνικές τάξεις
- μια κοινωνία ταξικά διαιρεμένη
- έχοντας συγκροτηθεί σε κοινωνική τάξη και έχοντας ως προτεραιότητα το ταξικό συμφέρον
- ταξικά προσανατολισμένοι αγώνες
- ψηφίζουμε ταξικά'
Μεταφράσεις
ταξικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.