ταξικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταξικά < ταξικός

Επίρρημα

ταξικά

  1. όσον αφορά στις κοινωνικές τάξεις
    ταξικά άνισος γάμος
  2. σε κοινωνικές τάξεις
    μια κοινωνία ταξικά διαιρεμένη
  3. έχοντας συγκροτηθεί σε κοινωνική τάξη και έχοντας ως προτεραιότητα το ταξικό συμφέρον
    ταξικά προσανατολισμένοι αγώνες
    ψηφίζουμε ταξικά'

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ταξικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.