ανθοταξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανθοταξία | οι | ανθοταξίες |
| γενική | της | ανθοταξίας | των | ανθοταξιών |
| αιτιατική | την | ανθοταξία | τις | ανθοταξίες |
| κλητική | ανθοταξία | ανθοταξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ανθοταξία
|
Αναφορές
- ανθοταξία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.