τανύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τανύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τανύω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τανύζω
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- λήγουν σε -τανύω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τανύω, ήδη ομηρικό, αρχαιότερος ο τύπος τάνυμαι < θέμα τανυ- < αμάρτυρος τύπος *τανύς (στενόμακρος, λεπτός) < *ταν-Ϝ-, βαθμίδα για την < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τεντώνω). Συγγενή: αρχαία ελληνική τείνω, λατινική tenuis [1]
Ρήμα
τανύω
Συγγενικά
- ταναός
- τανυστύς-ύος (τέντωμα)
- ταναήκης (με επιμήκη ακμή, ακονισμένος, μακρύς, ψηλός)
- ταναόδειρος (μακρολαίμης)
Σύνθετα
- τανύγλωσσος
- τανύδωρος
- τανύθριξ
- τανύπεπλος
- τανύπτερος, τανυσίπτερος, τανυπτέρυξ
- τανύρριζος
- τανύφθογγος
- τανύσφυρος
- τανύφυλλος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τανύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τανύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.