τανύθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| *τανυθρῐχ- τανυτρῐχ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | τανύθριξ | οἱ/αἱ | τανύτριχες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | τανύτριχος | τῶν | τανυτρίχων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | τανύτριχῐ | τοῖς/ταῖς | τανύτριξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | τανύτριχᾰ | τοὺς/τὰς | τανύτριχᾰς | |
| κλητική ὦ! | τανύθριξ | τανύτριχες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τανύτριχε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | τανυτρίχοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
τανύθριξ, -τρῐχος αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- που έχει μακριές τρίχες, μαλλιαρός, δασύτριχος, τριχωτός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 516 (515-516)
- καί τε διὰ ῥινοῦ βοὸς ἔρχεται οὐδέ μιν ἴσχει, | καί τε δι᾽ αἶγα ἄησι τανύτριχα·
- Και μέσα απ᾽ το δέρμα του βοδιού περνά, χωρίς αυτό να τον κρατάει, | και μέσα από τη μακρυμάλλα γίδα πνέει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καί τε διὰ ῥινοῦ βοὸς ἔρχεται οὐδέ μιν ἴσχει, | καί τε δι᾽ αἶγα ἄησι τανύτριχα·
- ※ 7ος πκε αιώνας Σημωνίδης ο Αμοργίνος, Απόσπασμα 7 West, στ. 2, (7.1-7.6)
- χωρὶς γυναικὸς θεὸς ἐποίησεν νόον
τὰ πρῶτα. τὴν μὲν ἐξ ὑὸς τανύτριχος,
τῆι πάντ᾽ ἀν᾽ οἶκον βορβόρωι πεφυρμένα
ἄκοσμα κεῖται καὶ κυλίνδεται χαμαί·
αὐτὴ δ᾽ ἄλουτος ἀπλύτοις ἐν εἵμασιν
ἐν κοπρίηισιν ἡμένη πιαίνεται.- Κάθε γυναίκας χώρια τον νουν έκαμε
ο θεός πρώτα· από γουρούνα τριχωτήν
αυτήν που όλα στο σπίτι έχει στο βόρβορο
και κυλισμένα χιλιανάκατα χαμαί·
κι άλουτη η ίδια μ᾽ άπλυτα φορέματα
κάθεται και παχαίνει στην ακαθαρσιά. - Μετάφραση: Σίμος Μενάρδος @greek-language.gr
- Κάθε γυναίκας χώρια τον νουν έκαμε
- χωρὶς γυναικὸς θεὸς ἐποίησεν νόον
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 516 (515-516)
Πηγές
- τανύθριξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τανύθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.