τανύζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τανύζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τανύω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /taˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τανύζω

Ρήμα

τανύζω, αόρ.: τάνυσα, παθ.φωνή: τανύζομαι, π.αόρ.: τανύστηκα

  • (λογοτεχνικό) τεντώνω
      Ο Κωνσταντής έτριψε τα μούτρα του με τα χέρια, τάνυσε το κορμί του.
    Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι, 1966

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.