ταναός

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ταναός ταναᾱ́ τὸ ταναόν
      γενική τοῦ/τῆς ταναοῦ τῆς ταναᾶς τοῦ ταναοῦ
      δοτική τῷ/τῇ τανα τῇ τανα τῷ τανα
    αιτιατική τὸν/τὴν ταναόν τὴν ταναᾱ́ν τὸ ταναόν
     κλητική ! ταναέ ταναᾱ́ ταναόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ταναοί αἱ τανααί τὰ ταναᾰ́
      γενική τῶν ταναῶν τῶν ταναῶν τῶν ταναῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ταναοῖς ταῖς τανααῖς τοῖς ταναοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ταναούς τὰς ταναᾱ́ς τὰ ταναᾰ́
     κλητική ! ταναοί τανααί ταναᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ταναώ τὼ ταναᾱ́ τὼ ταναώ
      γεν-δοτ τοῖν ταναοῖν τοῖν τανααῖν τοῖν ταναοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ἀμαυρός' όπως «ἀμαυρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταναός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ταναός, -ός/ή, -όν, συγκριτικός:ταναώτερος

  1. επιμήκης, μακρύς, τεντωμένος
      8ος/7oς πκε αιώνας Hymni Homerici Ομηρικοί Ύμνοι/II. Εις Δημήτραν, στίχ. 454 (στίχοι 453-456) @scaife.perseus
    αὐτὰρ ἔπειτα
    μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν
    ἦρος ἀεξομένοιο, πέδῳ δ’ ἄρα πίονες ὄγμοι
    βρισέμεν ἀσταχύων, τὰ δ’ ἐν ἐλλεδανοῖσι δεδέσθαι.
    αλλά έμελλε στη συνέχεια
    στάχυα ξάφνου ολόμακρα η πεδιάδα να φυτρώσει
    και προχωρώντας η άνοιξη τα εύφορα χωράφια
    στάχυα να πλημμυρίσουνε μ’ αχυρόσκοινα δεμένα.
    Μετάφραση (2003): Γιάννης Τριτσιμπίδας.
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 831
    κόμην μὲν ἐπὶ σῶι κρατὶ ταναὸν ἐκτενῶ.
    Μακριά μαλλιά θ᾽ απλώσω στο κεφάλι σου.
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 455 (455-456)
    πλόκαμός τε γάρ σου ταναὸς οὐ πάλης ὕπο, | γένυν παρ᾽ αὐτὴν κεχυμένος, πόθου πλέως·'
    Τα μαλλιά σου είναι μακριά· δεν ξέρουν τί θα πει πάλη· | οι βόστρυχοι χύνονται στους ώμους, αγγίζουν το μάγουλό σου γεμάτοι πόθο.
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr
  2. (για ήχο) δυνατός
  3. (για γηρατειά) μακροχρόνιος
      6ος κε αιώνας Αγαθίας ο Σχολαστικός στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 5ο, επίγραμμα 282 Ἡ ῥαδινὴ Μελίτη ταναοῦ ἐπὶ γήραος, Αγαθία του Σχολαστικού
    Ἡ ῥαδινὴ Μελίτη ταναοῦ ἐπὶ γήραος οὐδῶι τὴν ἀπὸ τῆς ἥβης ὀυκ ἀπέθηκε χάριν,
    Η λυγερή Μελίτη, στό κατώφλι τών μακροχρόνιων γερατειών κι άν ήρθε, τής νιότης δέν τήν έχασε τή χάρη,

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.