ταγκό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταγκό < (άμεσο δάνειο) ισπανική tango
ένα ζευγάρι χορευτών ταγκό

Ουσιαστικό

ταγκό και τάγκο ουδέτερο άκλιτο

  1. (χορός) είδος χορού που προέρχεται από την Λατινική Αμερική, σε ρυθμό 2/4 ή 4/4
  2. η μουσική για αυτόν τον χορό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ταγκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.