τήξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

τήξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τήκω
  2. θα τήξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τήκω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τήξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τήξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.