ταγέρ
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Καρό ταγέρ.
Ετυμολογία
- ταγέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική tailleur < tailler (κόβω) < λατινική talio < talea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l- (αναπτύσσω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /taˈʝeɾ/
Ουσιαστικό
ταγέρ ουδέτερο άκλιτο
Παράγωγα
Πηγές
- ταγέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ταγέρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.