σώσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σώσμα τα σώσματα
      γενική του σώσματος των σωσμάτων
    αιτιατική το σώσμα τα σώσματα
     κλητική σώσμα σώσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σώσμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σώσμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.