σύμφωνον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σύμφωνον τὰ σύμφων
      γενική τοῦ συμφώνου τῶν συμφώνων
      δοτική τῷ συμφών τοῖς συμφώνοις
    αιτιατική τὸ σύμφωνον τὰ σύμφων
     κλητική ! σύμφωνον σύμφων
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμφώνω
γεν-δοτ τοῖν  συμφώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σύμφωνον (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύμφωνος (αρχαία ελληνική )

Ουσιαστικό

σύμφωνον, -ου ουδέτερο

  • (γραμματική) το σύμφωνο
    χρειάζεται παράθεμα Διονύσιος Θράξ Τέχνη Γραμματική τα σύμφωνα

Ετυμολογία 2

σύμφωνον: αρχαίος κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σύμφωνον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του σύμφωνος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύμφωνος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.