σύμφραση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμφραση οι συμφράσεις
      γενική της σύμφρασης* των συμφράσεων
    αιτιατική τη σύμφραση τις συμφράσεις
     κλητική σύμφραση συμφράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμφράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύμφραση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύμφρα(σις) + -ση (και μεσαιωνική) < αρχαία ελληνική συμφράζω. Συγχρονικά αναλύεται σε (συν) σύμ- + φράση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fɾa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύμφραση

Ουσιαστικό

σύμφραση θηλυκό

  1. ο πολυλεκτικός όρος
  2. τα συμφραζόμενα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φράση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.