συμφραζόμενα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | συμφραζόμενα | ||
| γενική | των | συμφραζομένων | ||
| αιτιατική | τα | συμφραζόμενα | ||
| κλητική | συμφραζόμενα | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμφραζόμενα, ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός ουδετέρου της μετοχής συμφραζόμενος («αυτός που λέγεται μαζί (με κάτι άλλο)»)
Ουσιαστικό
συμφραζόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αυτά που συναποτελούν ένα κείμενο
- Η λέξη μου ήταν άγνωστη, αλλά κατάλαβα τι σήμαινε από τα συμφραζόμενα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.