σωπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σωπασμένος | η | σωπασμένη | το | σωπασμένο |
| γενική | του | σωπασμένου | της | σωπασμένης | του | σωπασμένου |
| αιτιατική | τον | σωπασμένο | τη | σωπασμένη | το | σωπασμένο |
| κλητική | σωπασμένε | σωπασμένη | σωπασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σωπασμένοι | οι | σωπασμένες | τα | σωπασμένα |
| γενική | των | σωπασμένων | των | σωπασμένων | των | σωπασμένων |
| αιτιατική | τους | σωπασμένους | τις | σωπασμένες | τα | σωπασμένα |
| κλητική | σωπασμένοι | σωπασμένες | σωπασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
- (σπάνιο) που έχει σωπάσει
Μεταφράσεις
σωπασμένος
|
|
Πηγές
- σωπασμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.