σωπασμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
σωπασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σωπασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σωπασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σωπασμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.