σωπαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σωπαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σωπαίνω < αρχαία ελληνική σιωπάω / σιωπῶ < σιωπή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *su̯ī- (αδύναμος, σιωπηλός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈpe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐παί‐νω
Ρήμα
σωπαίνω, αόρ.: σώπασα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο) δεν μιλώ, δεν βγάζω κάποιον ήχο
- άλλες μορφές: σιωπώ
- (σπάνια μεταβατικό κάνω κάποιον να μην μιλάει
- ※ Το παιδί ξαναταράχτηκε, γκρίνιασε κι η μάνα του αφού το σώπασε το είπε με ήσυχη φωνή: «Πολύ ανήσυχο είναι αυτό το παιδί απόψε». (Βασίλης Ρώτας Η κόρη με τα κόκκινα [διήγημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.