σωματομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σωματομετρικός | η | σωματομετρική | το | σωματομετρικό |
| γενική | του | σωματομετρικού | της | σωματομετρικής | του | σωματομετρικού |
| αιτιατική | τον | σωματομετρικό | τη | σωματομετρική | το | σωματομετρικό |
| κλητική | σωματομετρικέ | σωματομετρική | σωματομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σωματομετρικοί | οι | σωματομετρικές | τα | σωματομετρικά |
| γενική | των | σωματομετρικών | των | σωματομετρικών | των | σωματομετρικών |
| αιτιατική | τους | σωματομετρικούς | τις | σωματομετρικές | τα | σωματομετρικά |
| κλητική | σωματομετρικοί | σωματομετρικές | σωματομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σωματομετρικός < σωματο- + μετρικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
σωματομετρικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σωματομετρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.