σωληνωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωληνωτός η σωληνωτή το σωληνωτό
      γενική του σωληνωτού της σωληνωτής του σωληνωτού
    αιτιατική τον σωληνωτό τη σωληνωτή το σωληνωτό
     κλητική σωληνωτέ σωληνωτή σωληνωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωληνωτοί οι σωληνωτές τα σωληνωτά
      γενική των σωληνωτών των σωληνωτών των σωληνωτών
    αιτιατική τους σωληνωτούς τις σωληνωτές τα σωληνωτά
     κλητική σωληνωτοί σωληνωτές σωληνωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σωληνωτός < σωληνώνω + -τός

Επίθετο

σωληνωτός -ή -ό

  1. που έχει τη μορφή σωλήνα
     συνώνυμα: σωληνοειδής, κυλινδρικός
  2. που αποτελείται από σωλήνες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.