σωληνωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σωληνωτός | η | σωληνωτή | το | σωληνωτό |
| γενική | του | σωληνωτού | της | σωληνωτής | του | σωληνωτού |
| αιτιατική | τον | σωληνωτό | τη | σωληνωτή | το | σωληνωτό |
| κλητική | σωληνωτέ | σωληνωτή | σωληνωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σωληνωτοί | οι | σωληνωτές | τα | σωληνωτά |
| γενική | των | σωληνωτών | των | σωληνωτών | των | σωληνωτών |
| αιτιατική | τους | σωληνωτούς | τις | σωληνωτές | τα | σωληνωτά |
| κλητική | σωληνωτοί | σωληνωτές | σωληνωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
σωληνωτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.