σωληνωτά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σωληνωτά < σωληνωτός

Επίρρημα

σωληνωτά

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σωληνωτά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.