σχολαρχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σχολαρχείο | τα | σχολαρχεία |
| γενική | του | σχολαρχείου | των | σχολαρχείων |
| αιτιατική | το | σχολαρχείο | τα | σχολαρχεία |
| κλητική | σχολαρχείο | σχολαρχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχολαρχείο < σχολάρχ(ης) + -είο
Προφορά
- ΔΦΑ : /sxo.laɾˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχο‐λαρ‐χεί‐ο
Ουσιαστικό
σχολαρχείο ουδέτερο
Συνώνυμα
- ελληνικό σχολείο
Μεταφράσεις
σχολαρχείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.