σχολάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σχολάρχης | οι | σχολάρχες |
| γενική | του του/της |
σχολάρχη σχολάρχου |
των | σχολαρχών |
| αιτιατική | τον/τη | σχολάρχη | τους/τις | σχολάρχες |
| κλητική | σχολάρχη (σχολάρχα) |
σχολάρχες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σχολάρχης αρσενικό
- υπεύθυνος / διευθυντής σχολείου
Μεταφράσεις
σχολάρχης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.