σχηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχηματικός η σχηματική το σχηματικό
      γενική του σχηματικού της σχηματικής του σχηματικού
    αιτιατική τον σχηματικό τη σχηματική το σχηματικό
     κλητική σχηματικέ σχηματική σχηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχηματικοί οι σχηματικές τα σχηματικά
      γενική των σχηματικών των σχηματικών των σχηματικών
    αιτιατική τους σχηματικούς τις σχηματικές τα σχηματικά
     κλητική σχηματικοί σχηματικές σχηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σχηματικός < σχήμα

Επίθετο

σχηματικός

  1. γραμμικός
  2. αναπαραστατικός
  3. μεταφορικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.