σχηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχηματικός | η | σχηματική | το | σχηματικό |
| γενική | του | σχηματικού | της | σχηματικής | του | σχηματικού |
| αιτιατική | τον | σχηματικό | τη | σχηματική | το | σχηματικό |
| κλητική | σχηματικέ | σχηματική | σχηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχηματικοί | οι | σχηματικές | τα | σχηματικά |
| γενική | των | σχηματικών | των | σχηματικών | των | σχηματικών |
| αιτιατική | τους | σχηματικούς | τις | σχηματικές | τα | σχηματικά |
| κλητική | σχηματικοί | σχηματικές | σχηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σχηματικός < σχήμα
Επίθετο
σχηματικός
- γραμμικός
- αναπαραστατικός
- μεταφορικός
Μεταφράσεις
σχηματικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.