ρελατιβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρελατιβισμός | οι | ρελατιβισμοί |
| γενική | του | ρελατιβισμού | των | ρελατιβισμών |
| αιτιατική | τον | ρελατιβισμό | τους | ρελατιβισμούς |
| κλητική | ρελατιβισμέ | ρελατιβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρελατιβισμός < γαλλ. relativisme
Ουσιαστικό
ρελατιβισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία κατά την οποία προκρίνεται η σχετική και όχι η απόλυτη / αντικειμενική γνώση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ρελατιβισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.