σχετισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σχετισμός | οι | σχετισμοί |
| γενική | του | σχετισμού | των | σχετισμών |
| αιτιατική | τον | σχετισμό | τους | σχετισμούς |
| κλητική | σχετισμέ | σχετισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ο σχετισμός (el) αρσενικό και ο σχετικισμός (el) αρσενικό
- το να θεωρείς ότι όλες οι ιδιότητες προκύπτουν και ορίζονται πάντα και μόνο σε σχέση με άλλες
- το να μελετάς αυτές τις σχέσεις υπό αυτήν την οπτική
- (γενικότερα) η μελέτη των σχέσεων μεταξύ αντικειμένων, καταστάσεων κτλ.
- ο συσχετισμός, η συσχέτιση
Μεταφράσεις
σχετισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.