σχετισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σχετισμός οι σχετισμοί
      γενική του σχετισμού των σχετισμών
    αιτιατική τον σχετισμό τους σχετισμούς
     κλητική σχετισμέ σχετισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχετισμός < σχέση, σχετικός + -ισμός

Ουσιαστικό

ο σχετισμός (el) αρσενικό και ο σχετικισμός (el) αρσενικό

  1. το να θεωρείς ότι όλες οι ιδιότητες προκύπτουν και ορίζονται πάντα και μόνο σε σχέση με άλλες
    • το να μελετάς αυτές τις σχέσεις υπό αυτήν την οπτική
  2. (γενικότερα) η μελέτη των σχέσεων μεταξύ αντικειμένων, καταστάσεων κτλ.
  3. ο συσχετισμός, η συσχέτιση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.