Hammer
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | der | Hammer | die | Hämmer |
| γενική | des | Hammers | der | Hämmer |
| δοτική | dem | Hammer | den | Hämmern |
| αιτιατική | den | Hammer | die | Hämmer |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈhamɐ/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ham‐mer
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Hammer < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Hammer < → λείπει η ετυμολογία
Σλοβενικά (sl)
Ετυμολογία
- Hammer < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Hammer < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Hammer < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.