σφραγιδοφύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| σφρᾱγῑδοφυλακ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | σφραγιδοφύλαξ | οἱ | σφραγιδοφύλαχες | ||||
| γενική | τοῦ | σφραγιδοφύλαχος | τῶν | σφραγιδοφυλάχων | ||||
| δοτική | τῷ | σφραγιδοφύλαχῐ | τοῖς | σφραγιδοφύλαξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | σφραγιδοφύλαχᾰ | τοὺς | σφραγιδοφύλαχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | σφραγιδοφύλαξ | σφραγιδοφύλαχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφραγιδοφύλαχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σφραγιδοφυλάχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ουσιαστικό
- σφραγιδοφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σφραγίς, σφραγιδ- + -ο- + -φύλαξ
Ουσιαστικό
σφραγιδοφύλαξ, -ακος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- σφραγιδοφύλακας, λέξη σε ερμήνευμα του Ησύχιου στο λήμμα θώραξ
- ※ <θώραξ> ὅπλον. πύργος. χιτών. στῆθος. σῶμα. λωρίκιον σφραγιδοφύλαξ. καὶ ἔρεα στέμματα. καὶ τὸ στῆθος ἡμῶν (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Θ)
Παράγωγα
- σφραγιδοφυλάκιον
Πηγές
- σφραγιδοφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.