σφραγιδοφύλαξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σφρᾱγῑδοφυλακ-
ονομαστική σφραγιδοφύλαξ οἱ σφραγιδοφύλαχες
      γενική τοῦ σφραγιδοφύλαχος τῶν σφραγιδοφυλάχων
      δοτική τῷ σφραγιδοφύλαχ τοῖς σφραγιδοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν σφραγιδοφύλαχ τοὺς σφραγιδοφύλαχᾰς
     κλητική ! σφραγιδοφύλαξ σφραγιδοφύλαχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφραγιδοφύλαχε
γεν-δοτ τοῖν  σφραγιδοφυλάχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

σφραγιδοφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σφραγίς, σφραγιδ- + -ο- + -φύλαξ

Ουσιαστικό

σφραγιδοφύλαξ, -ακος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

  • σφραγιδοφυλάκιον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.