σφραγιδοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σφραγιδοφύλακας | οι | σφραγιδοφύλακες |
| γενική | του | σφραγιδοφύλακα | των | σφραγιδοφυλάκων |
| αιτιατική | τον | σφραγιδοφύλακα | τους | σφραγιδοφύλακες |
| κλητική | σφραγιδοφύλακα | σφραγιδοφύλακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφραγιδοφύλακας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σφραγιδοφύλακας αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σφραγιδοφύλακας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.