wedgie

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

wedgie (en)

  1. που έχει σχήμα σφήνας
  2. υπερυψωμένου ενιαίου πάτου παπούτσια - (συνήθως wedgies για ζευγάρι παπουτσιών)
  3. σφηνωτό, τράβηγμα του εσωρούχου από πίσω ως φάρσα

  • wedgy

Συνώνυμα

  • lifties (liftie τύπος παπουτσιού με κριτήριο τον πάτο)

  • Wedge (footwear) στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια (τύπος πάτου)
  • wedgie στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια (φάρσα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.