σφαιρικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφαιρικότητα | οι | σφαιρικότητες |
| γενική | της | σφαιρικότητας | των | σφαιρικοτήτων |
| αιτιατική | τη | σφαιρικότητα | τις | σφαιρικότητες |
| κλητική | σφαιρικότητα | σφαιρικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfe.ɾiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
σφαιρικότητα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.