σφαιρικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφαιρικότητα οι σφαιρικότητες
      γενική της σφαιρικότητας των σφαιρικοτήτων
    αιτιατική τη σφαιρικότητα τις σφαιρικότητες
     κλητική σφαιρικότητα σφαιρικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφαιρικότητα < σφαιρικός + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /sfe.ɾiˈko.ti.ta/

Ουσιαστικό

σφαιρικότητα θηλυκό

  1. ο βαθμός κατά τον οποίον κάτι έχει σφαιρικό σχήμα
  2. η ιδιότητα κάποιου πράγματος ή κάποιας ενέργειας που γίνεται από κάθε άποψη, σφαιρικά
    ο στόχος της πρότασής μας είναι η εξασφάλιση της σφαιρικότητας της προσέγγισης στο μάθημα...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.