σφαγάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφαγάρι τα σφαγάρια
      γενική του σφαγαριού των σφαγαριών
    αιτιατική το σφαγάρι τα σφαγάρια
     κλητική σφαγάρι σφαγάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφαγάρι < σφαγή + -άρι

Ουσιαστικό

σφαγάρι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.