συσσίτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| συσσσῑτιο- | |||||
| ονομαστική | τὸ | συσσίτιον | τὰ | συσσίτιᾰ | |
| γενική | τοῦ | συσσιτίου | τῶν | συσσιτίων | |
| δοτική | τῷ | συσσιτίῳ | τοῖς | συσσιτίοις | |
| αιτιατική | τὸ | συσσίτιον | τὰ | συσσίτιᾰ | |
| κλητική ὦ! | συσσίτιον | συσσίτιᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συσσιτίω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | συσσιτίοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
- συσσίτιον < σύσσιτ(ος) < σύσ- + σίτος + -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συσσίτιο
Πηγές
- συσσίτιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συσσίτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.