επισκοτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επισκοτίζω < ελληνιστική κοινή ἐπισκοτίζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επισκοτίζω | επισκότιζα | θα επισκοτίζω | να επισκοτίζω | επισκοτίζοντας | |
| β' ενικ. | επισκοτίζεις | επισκότιζες | θα επισκοτίζεις | να επισκοτίζεις | επισκότιζε | |
| γ' ενικ. | επισκοτίζει | επισκότιζε | θα επισκοτίζει | να επισκοτίζει | ||
| α' πληθ. | επισκοτίζουμε | επισκοτίζαμε | θα επισκοτίζουμε | να επισκοτίζουμε | ||
| β' πληθ. | επισκοτίζετε | επισκοτίζατε | θα επισκοτίζετε | να επισκοτίζετε | επισκοτίζετε | |
| γ' πληθ. | επισκοτίζουν(ε) | επισκότιζαν επισκοτίζαν(ε) |
θα επισκοτίζουν(ε) | να επισκοτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επισκότισα | θα επισκοτίσω | να επισκοτίσω | επισκοτίσει | ||
| β' ενικ. | επισκότισες | θα επισκοτίσεις | να επισκοτίσεις | επισκότισε | ||
| γ' ενικ. | επισκότισε | θα επισκοτίσει | να επισκοτίσει | |||
| α' πληθ. | επισκοτίσαμε | θα επισκοτίσουμε | να επισκοτίσουμε | |||
| β' πληθ. | επισκοτίσατε | θα επισκοτίσετε | να επισκοτίσετε | επισκοτίστε | ||
| γ' πληθ. | επισκότισαν επισκοτίσαν(ε) |
θα επισκοτίσουν(ε) | να επισκοτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επισκοτίσει | είχα επισκοτίσει | θα έχω επισκοτίσει | να έχω επισκοτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επισκοτίσει | είχες επισκοτίσει | θα έχεις επισκοτίσει | να έχεις επισκοτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επισκοτίσει | είχε επισκοτίσει | θα έχει επισκοτίσει | να έχει επισκοτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επισκοτίσει | είχαμε επισκοτίσει | θα έχουμε επισκοτίσει | να έχουμε επισκοτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επισκοτίσει | είχατε επισκοτίσει | θα έχετε επισκοτίσει | να έχετε επισκοτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επισκοτίσει | είχαν επισκοτίσει | θα έχουν επισκοτίσει | να έχουν επισκοτίσει |
| |
Μεταφράσεις
επισκοτίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.