συνορίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνορίτης | οι | συνορίτες |
| γενική | του | συνορίτη | των | συνοριτών |
| αιτιατική | τον | συνορίτη | τους | συνορίτες |
| κλητική | συνορίτη | συνορίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνορίτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συνορίτης < ελληνιστική κοινή σύνορ(ον) + -ίτης < αρχαία ελληνική σύνορος
Ουσιαστικό
συνορίτης αρσενικό (θηλυκό: συνορίτισσα)
- (λαϊκότροπο) αυτός που συνορεύει με κάποιον άλλο
-
συνορίτες στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
συνορίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.