συνορίτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνορίτισσα οι συνορίτισσες
      γενική της συνορίτισσας των συνοριτισσών
    αιτιατική τη συνορίτισσα τις συνορίτισσες
     κλητική συνορίτισσα συνορίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνορίτισσα < συνορίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

συνορίτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.