συνορίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνορίτισσα | οι | συνορίτισσες |
| γενική | της | συνορίτισσας | των | συνοριτισσών |
| αιτιατική | τη | συνορίτισσα | τις | συνορίτισσες |
| κλητική | συνορίτισσα | συνορίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
συνορίτισσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.