συνομολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνομολογώ < αρχαία ελληνική συνομολογέω / συνομολογῶ
Ρήμα
συνομολογώ (παθητική φωνή: συνομολογούμαι)
- (λόγιο) συμφωνώ και παραδέχομαι τα ίδια πράγματα με κάποιον άλλο
- (νομικός όρος) συνάπτω συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου
- (πολιτική) συνάπτω (διακρατική) συμφωνία ή συνθήκη
Συγγενικά
- συνομολογημένος
- συνομολόγηση
- → δείτε τις λέξεις συν, ομολογώ, ομού και λέγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνομολογώ | συνομολογούσα | θα συνομολογώ | να συνομολογώ | συνομολογώντας | |
| β' ενικ. | συνομολογείς | συνομολογούσες | θα συνομολογείς | να συνομολογείς | (συνομολόγει) | |
| γ' ενικ. | συνομολογεί | συνομολογούσε | θα συνομολογεί | να συνομολογεί | ||
| α' πληθ. | συνομολογούμε | συνομολογούσαμε | θα συνομολογούμε | να συνομολογούμε | ||
| β' πληθ. | συνομολογείτε | συνομολογούσατε | θα συνομολογείτε | να συνομολογείτε | συνομολογείτε | |
| γ' πληθ. | συνομολογούν(ε) | συνομολογούσαν(ε) | θα συνομολογούν(ε) | να συνομολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνομολόγησα | θα συνομολογήσω | να συνομολογήσω | συνομολογήσει | ||
| β' ενικ. | συνομολόγησες | θα συνομολογήσεις | να συνομολογήσεις | συνομολόγησε | ||
| γ' ενικ. | συνομολόγησε | θα συνομολογήσει | να συνομολογήσει | |||
| α' πληθ. | συνομολογήσαμε | θα συνομολογήσουμε | να συνομολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | συνομολογήσατε | θα συνομολογήσετε | να συνομολογήσετε | συνομολογήστε | ||
| γ' πληθ. | συνομολόγησαν συνομολογήσαν(ε) |
θα συνομολογήσουν(ε) | να συνομολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνομολογήσει | είχα συνομολογήσει | θα έχω συνομολογήσει | να έχω συνομολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνομολογήσει | είχες συνομολογήσει | θα έχεις συνομολογήσει | να έχεις συνομολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνομολογήσει | είχε συνομολογήσει | θα έχει συνομολογήσει | να έχει συνομολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνομολογήσει | είχαμε συνομολογήσει | θα έχουμε συνομολογήσει | να έχουμε συνομολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνομολογήσει | είχατε συνομολογήσει | θα έχετε συνομολογήσει | να έχετε συνομολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνομολογήσει | είχαν συνομολογήσει | θα έχουν συνομολογήσει | να έχουν συνομολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
συνομολογώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.