διομολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διομολογώ < αρχαία ελληνική διομολογέω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διομολογώ | διομολογούσα | θα διομολογώ | να διομολογώ | διομολογώντας | |
| β' ενικ. | διομολογείς | διομολογούσες | θα διομολογείς | να διομολογείς | (διομολόγει) | |
| γ' ενικ. | διομολογεί | διομολογούσε | θα διομολογεί | να διομολογεί | ||
| α' πληθ. | διομολογούμε | διομολογούσαμε | θα διομολογούμε | να διομολογούμε | ||
| β' πληθ. | διομολογείτε | διομολογούσατε | θα διομολογείτε | να διομολογείτε | διομολογείτε | |
| γ' πληθ. | διομολογούν(ε) | διομολογούσαν(ε) | θα διομολογούν(ε) | να διομολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διομολόγησα | θα διομολογήσω | να διομολογήσω | διομολογήσει | ||
| β' ενικ. | διομολόγησες | θα διομολογήσεις | να διομολογήσεις | διομολόγησε | ||
| γ' ενικ. | διομολόγησε | θα διομολογήσει | να διομολογήσει | |||
| α' πληθ. | διομολογήσαμε | θα διομολογήσουμε | να διομολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | διομολογήσατε | θα διομολογήσετε | να διομολογήσετε | διομολογήστε | ||
| γ' πληθ. | διομολόγησαν διομολογήσαν(ε) |
θα διομολογήσουν(ε) | να διομολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διομολογήσει | είχα διομολογήσει | θα έχω διομολογήσει | να έχω διομολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διομολογήσει | είχες διομολογήσει | θα έχεις διομολογήσει | να έχεις διομολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διομολογήσει | είχε διομολογήσει | θα έχει διομολογήσει | να έχει διομολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διομολογήσει | είχαμε διομολογήσει | θα έχουμε διομολογήσει | να έχουμε διομολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διομολογήσει | είχατε διομολογήσει | θα έχετε διομολογήσει | να έχετε διομολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διομολογήσει | είχαν διομολογήσει | θα έχουν διομολογήσει | να έχουν διομολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
διομολογώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.