συνομολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνομολόγηση | οι | συνομολογήσεις |
| γενική | της | συνομολόγησης* | των | συνομολογήσεων |
| αιτιατική | τη | συνομολόγηση | τις | συνομολογήσεις |
| κλητική | συνομολόγηση | συνομολογήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συνομολογήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνομολόγηση < συνομολογώ + -ση
Μεταφράσεις
συνομολόγηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.