quartier
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
quartier
<
quart
Προφορά
ΔΦΑ
: /
kaʁtje
/
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
quartier
quartiers
quartier
(fr)
αρσενικό
το ένα
τέταρτο
ενός
όλου
κάθε μία από τις τέσσερις
φάσεις
της
σελήνης
(
εραλδική
)
ένα από τα τέσσερα μέρη ενός διασπασμένου
οικόσημου
η
συνοικία
, η
γειτονιά
, (λαϊκότροπο) ο
μαχαλάς
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.