καταλαγιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταλαγιάζω < μεσαιωνική ελληνική καταλαγιάζω / καταλλαγιάζω < αρχαία ελληνική καταλλαγή

Ρήμα

καταλαγιάζω

  1. (μεταβατικό) ηρεμώ, καταπραΰνω κάποιον
    Τα γλυκά της λόγια καταλάγιασαν το θυμό του.
  2. (αμετάβατο) έρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας, γαλήνης
    Κάποτε τα πάθη καταλαγιάζουν.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.